σουρομαλλιάζω

σουρομαλλιάζω
1. ξεμαλλιάζω κάποιον, του τραβώ τα μαλλιά.
2. το μέσ., σουρομαλλιάζομαι συμπλέκομαι με κάποιον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουρομαλλιάζω — Ν 1. αρπάζω κάποιον από τα μαλλιά 2. μέσ. σουρομαλλιάζομαι μαλλιοτραβιέμαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαλλιάζω (< σύρω + μαλλιάζω), πρβλ. ξε μαλλιάζω. Για την τροπή τού υ σε ου πρβλ. σύρω: σούρ(ν)ω] …   Dictionary of Greek

  • σουρομάλλιασμα — το, Ν [σουρομαλλιάζω] το μαλλιοτράβηγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”